Θα απομείνουν ελάχιστα αν δεν ληφθούν μέτρα για την κλιματική αλλαγή
Ακατάλληλες για αμπελουργική καλλιέργεια θα καταστούν πολλές από τις περιοχές της Ελλάδας μέχρι το 2050 λόγω της κλιματικής κρίσης. Εφόσον μάλιστα η κλιματική κρίση εξελιχθεί χωρίς να ληφθούν μέτρα έως το τέλος του αιώνα, ελάχιστα αμπέλια θα βρίσκονται μόνο σε περιοχές με μεγαλύτερα υψόμετρα. «Μάλλον θα χρειαστεί να αλλάξετε επάγγελμα», ανέφερε χαρακτηριστικά ως συμπέρασμα προς τους οινοπαραγωγούς ο κ. Θεόδωρος Μαυρομάτης, καθηγητής του τομέα Μετεωρολογίας – Κλιματολογίας του τμήματος Γεωλογίας του ΑΠΘ (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης). Σύμφωνα με δημοσιεύμα της Καθημερινής, ήδη τα τελευταία χρόνια ο τρύγος γίνεται νωρίτερα στις περισσότερες ποικιλίες, ενώ μια συνέπεια που οι παραγωγοί έχει χρειαστεί να αντιμετωπίσουν είναι οι μειωμένες και ασταθείς αποδόσεις των αμπελώνων τους.
Νέα δεδομένα
Ο κ. Μαυρομάτης παρουσίασε χθες τα αποτελέσματα διδακτορικής διατριβής για την επίδραση της κλιματικής κρίσης στην ελληνική αμπελοκαλλιέργεια, που πραγματοποιήθηκε από ομάδα επιστημόνων υπό την επίβλεψη του καθηγητή κ. Γεωργίου Κουφού. Στη σχετική ημερίδα που οργάνωσε ο Σύνδεσμος Ελληνικού Οίνου παρουσιάστηκαν επίσης λύσεις που μπορούν να επιλεγούν προκειμένου ο ελληνικός αμπελώνας να γίνει πιο ανθεκτικός στις νέες κλιματολογικές συνθήκες.
Όπως τόνισε ο κ. Ηλίας Κόρκας, καθηγητής Αμπελουργίας, πρόεδρος Τμήματος Επιστημών Οίνου, Αμπέλου και Ποτών, οι γηγενείς ποικιλίες αποδεικνύονται περισσότερο ανθεκτικές από τις διεθνείς, ενώ και οι καλλιεργητικές πρακτικές μπορούν να βοηθήσουν, ωστόσο έχει μεγάλη σημασία και το υλικό που επιλέγεται να φυτευτεί. «Οι αμπελώνες μπορούν να γίνουν πιο ανθεκτικοί στην ξηρασία με τη φύτευση υλικού ανθεκτικού. Τα κλιματικά δεδομένα μας αναγκάζουν να κάνουμε πράγματα που δεν είχαμε καν σκεφτεί ότι θα χρειαστούν», επεσήμανε.
«Σε κάθε περίπτωση αν η θερμοκρασία αυξηθεί 4 βαθμούς, οι φυτογενετικοί πόροι δεν θα μπορέσουν να αντεπεξέλθουν», κατέληξε, υπογραμμίζοντας την ανάγκη λήψης μέτρων ώστε να περιοριστεί το μέγεθος της κλιματικής αλλαγής.
Σε όλο τον κόσμο έχουν ήδη πραγματοποιηθεί μελέτες που αφορούν την επίδραση της κλιματικής κρίσης στους αμπελώνας και τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν. Χαρακτηριστικά στην ίδια ημερίδα η κ. Tatiana Svinartchuk, επικεφαλής προγράμματος αμπελουργίας της Moët Hennessy, παρουσίασε τις ενέργειες που έχουν ήδη δρομολογηθεί στην περιοχή της Καμπανίας ώστε να συνεχιστεί η καλλιέργεια και η παραγωγή της σαμπάνιας.
Ωστόσο στην Ελλάδα δεν έχουν γίνει αντίστοιχες μελέτες, ενώ παράλληλα είναι και εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν ακριβή στοιχεία για να γίνουν οι μετρήσεις που απαιτούνται.
Στη μελέτη συγκεντρώθηκαν στοιχεία από τις περισσότερες οινοπαραγωγικές περιοχές της Ελλάδας, Φλώρινα, Θεσσαλονίκη, Τρίκαλα, Ημαθία, Αγχίαλος, Αργοστόλι, Αθήνα, Ιωάννινα, Μετόχι, Πάρος, Σάμος, Ρόδος. Ωστόσο δεν υπάρχουν στοιχεία για την Καρδίτσα, την Πάτρα και την Αταλάντη, οπότε και δεν συμπεριλαμβάνονται στη μελέτη.
Όπως ανακοίνωσε ο κ. Θεόδωρος Μαυρομάτης, τα στοιχεία δείχνουν ότι η ελάχιστη θερμοκρασία αυξάνεται πιο γρήγορα στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες περιοχές. «Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι έχουμε περισσότερες τροπικές νύχτες, που η θερμοκρασία παραμένει πάνω από 20 βαθμούς Κελσίου. Παράλληλα, αυξάνεται και ο αριθμός των καλοκαιρινών ημερών που η θερμοκρασία είναι πάνω από 30 βαθμούς. Οι συνθήκες αυτές προκαλούν ιδιαίτερο στρες στους αμπελώνες. «Οι περισσότερες αμπελουργικές περιοχές στην Ελλάδα ήδη βρίσκονται σε θερμό καθεστώς», τόνισε. Εως το 2050 οι περισσότερες αμπελουργικές περιοχές, το 73,6% των υφιστάμενων, θα μεταβεί στην κατηγορία εξαιρετικά ζεστές. «Στο τέλος του 21ου αιώνα τα πράγματα θα είναι εξαιρετικά δραματικά για την αμπελοκαλλιέργεια στην Ελλάδα», προέβλεψε ο επιστήμονας.
Ιστορία προσαρμογής
Οι νέες συνθήκες ενδέχεται να φέρουν και νέες φυτοϋγειονομικές απειλές, ασθένειες και εισβολείς άγνωστους έως τώρα στην Ελλάδα, τόνισε ο κ. Ηλίας Κόρκας. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι προς το παρόν υπάρχουν πράγματα που μπορούν να γίνουν, αρκεί παραγωγοί, επιστήμονες και πολιτεία να συνεργαστούν. «Αλλωστε όλη η ιστορία της αμπελοκαλλιέργειας είναι μια ιστορία προσαρμογής», κατέληξε.