Ο χάρτης της χρηματοδότησης της αυτοδιοίκησης, που παραμένει ανεπαρκής αλλά και βραχυκυκλωμένη από τη γραφειοκρατία
Οι 13 περιφέρειες της χώρας, 12 χρόνια μετά τον «Καλλικράτη» που θεσμοθέτησε τη σημερινή μορφή τους, απέχουν πολύ από το να διαθέτουν δημοσιονομική και διοικητική αυτοτέλεια, όπως προβλεπόταν.
Τα οικονομικά στοιχεία που δημοσιεύει η εφημερίδα Καθημερινή δείχνουν ότι οι 13 περιφέρειες της χώρας διαχειρίζονται μεγάλα κονδύλια, τόσο από τον κρατικό προϋπολογισμό όσο και από ευρωπαϊκά προγράμματα, ωστόσο για πολλά από αυτά παραμένουν απλώς «μεσάζοντες». Τα εισπράττουν και τα κατανέμουν σε φορείς και δικαιούχους, διατηρώντας κατά βάση την ισχύ αυτού που μοιράζει τα κονδύλια, αλλά καμία επί της ουσίας αρμοδιότητα. Αντίστοιχα, είναι υπεύθυνες για υποδομές στις περιφέρειες, για τις οποίες δεν έχουν τα κονδύλια και την αναγκαία οργάνωση να συντηρήσουν. Η τοπική αυτοδιοίκηση, μετά δεκαετίες μεγαλόπνοων εξαγγελιών για την ανάγκη αποκέντρωσης, παραμένει δέσμια του κεντρικού κράτους. Το γεγονός αυτό γεννάει πολλά προβλήματα, τα οποία έχουν άμεσες συνέπειες στη ζωή αλλά και στην ασφάλεια των πολιτών.
Χαρακτηριστικά, το έργο αποκατάστασης των υποδομών στη Θεσσαλία αποτελεί από μόνο του ένα τιτάνιο έργο, το οποίο πρέπει να γίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα και όσο το δυνατόν με τις καλύτερες προδιαγραφές. «Η αποκατάσταση υποδομών από φυσικές καταστροφές ανά τομέα χρειάζεται χιλιάδες υπογραφές από αντίστοιχα χιλιάδες υπηρεσίες. Για παράδειγμα, για παρεμβάσεις που αφορούν τη διάβρωση των ακτών απαιτούνται άδειες από το υπουργείο Αμυνας, το δασαρχείο, τον φορέα ενάλιων αρχαιοτήτων, το Λιμενικό Σώμα, το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, την κεντρική υπηρεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος κ.ά.», σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ. Γεώργιος Γαλανός, επίκουρος καθηγητής Οικονομικής Πολιτικής και Ανταγωνιστικότητας στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και ερευνητής στην έρευνα για τη μεταρρύθμιση για την τοπική αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα.
Συγκεκριμένα, και όπως αναφέρει η Καθημερινή, στην τοπική αυτοδιοίκηση (περιφέρειες και δήμοι) αναλογεί ετησίως το 2,5%-3% του κρατικού προϋπολογισμού. Οι όροι και οι προϋποθέσεις με βάση τους οποίους μοιράζονται και αυτά τα κονδύλια παραμένουν στην πράξη αδιευκρίνιστοι και νεφελώδεις, με την κεντρική εξουσία να έχει και πάλι τον πρώτο λόγο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι εκάστοτε περιφερειάρχες φροντίζουν να δίνουν μεγάλη δημοσιότητα στις συναντήσεις τους με τον πρωθυπουργό.
Το ποσοστό χρηματοδότησης της τοπικής αυτοδιοίκησης (περιφερειών και δήμων) στην Ελλάδα είναι το χαμηλότερο της περιφερειακής διοίκησης ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη. Αξίζει να τονιστεί, όμως, ότι σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως για παράδειγμα η Γαλλία, η κάθε περιφέρεια αποτελεί ένα μικρό κράτος με ξεκάθαρες και αυτοτελείς αρμοδιότητες στην επικράτειά του, με το κεντρικό κράτος να διατηρεί μόνο τον επιτελικό ρόλο.
Οι δεκατρείς περιφέρειες της χώρας φαίνεται να λαμβάνουν από 3 έως 4 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως με βάση τα στοιχεία για το ύψος των ετήσιων προϋπολογισμών που οι ίδιες καταθέτουν στη βάση δεδομένων του υπουργείου Εσωτερικών. Οι πόροι αυτοί προέρχονται από την κρατική χρηματοδότηση, Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι (ΚΑΠ), τα κονδύλια που κατανέμονται για επενδύσεις από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) και κοινοτικούς πόρους μέσω προγραμμάτων ΕΣΠΑ. Από τα ποσά αυτά, περισσότερα από τα μισά (1,8-2,8 δισεκατομμύρια ευρώ) ετησίως είναι χρήματα τα οποία αφορούν επενδύσεις με φορέα υλοποίησης τις περιφέρειες.
Για τις υποδομές
Οι ΟΤΑ Β΄ βαθμού (και οι δήμοι) διαχειρίζονται δημόσιες υποδομές και είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν αυτές τις υποδομές λειτουργικές, ασφαλείς και επαρκώς διαθέσιμες για τους πολίτες με τη διατήρηση των προδιαγραφών κατασκευής τους. «Η καθημερινή χρήση αυτών των υποδομών επιβάλλει διαρκείς και επαναλαμβανόμενες παρεμβάσεις έτσι ώστε να παραμένουν λειτουργικές», επισημαίνει ο κ. Γαλανός. Οι δρόμοι θα πρέπει να παραμένουν προσβάσιμοι για τους πολίτες, είτε πρόκειται για το τεράστιο δίκτυο που μπορεί να έχει ένας ορεινός δήμος είτε για το δίκτυο ενός τουριστικού δήμου που δέχεται μεγάλη επιβάρυνση.
Για παρεμβάσεις που αφορούν τη διάβρωση των ακτών απαιτούνται άδειες από τα υπουργεία Αμυνας, Εμπορικής Ναυτιλίας, Περιβάλλοντος και μεγάλο αριθμό υπηρεσιών και φορέων.
«Για να έχουμε μια εικόνα αυτών των αναγκών, το μέγεθος της οδοποιίας –κατ’ εκτίμηση– ανά περιφέρεια είναι 1.200 χιλιόμετρα. Το κόστος ανά χιλιόμετρο για την απλή συντήρηση ενός δρόμου είναι 300.000 ευρώ, το κόστος μιας αντιπλημμυρικής απλής επέμβασης είναι 150.000 ευρώ, ενώ οι βαριές αντιπλημμυρικές επεμβάσεις ανά χιλιόμετρο είναι 800.000 ευρώ», εξηγεί ο κ. Γαλανός. Τα μεγέθη αυτά δείχνουν πόσο τα διαθέσιμα κονδύλια υπολείπονται των αναγκών. «Πολλές φορές, οι δικαστικές αρχές εγκαλούν την τοπική αυτοδιοίκηση για πράξεις η παραλείψεις οι οποίες οδήγησαν σε ζημιά ατομικής η δημόσιας περιουσίας και, το χειρότερο, απώλεια ανθρώπινης ζωής. Το Δημόσιο στη συνέχεια χρειάζεται να καταβάλει υπέρογκες αποζημιώσεις για την αποκατάσταση της ζημιάς», προσθέτει ο καθηγητής. Η τοπική αυτοδιοίκηση καλείται να επιλέξει τα έργα που θα πραγματοποιήσει με τα διαθέσιμα κονδύλια τα οποία υπολείπονται των πραγματικών αναγκών. Από την άλλη, ακόμη και έτσι τα κριτήρια επιλογής δεν είναι πάντοτε διαφανή και συχνά δεν βασίζονται σε επιστημονικές συμβουλές, ενώ προκρίνονται ημέτεροι, το έργο των οποίων δεν ελέγχεται.
Δύο ταχύτητες
Πηγή χρηματοδότησης για επενδύσεις στις περιφέρειες είναι το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ). Τα κριτήρια κατανομής των χρημάτων δεν είναι δημοσίως γνωστά, με αποτέλεσμα τα στοιχεία να δείχνουν «προνομιακή μεταχείριση της Περιφέρειας Κρήτης, που απορροφά το 17,79% του διαθέσιμου προϋπολογισμού. Η κατανομή εξαρτάται και από τον ρυθμό υλοποίησης των έργων (και άρα απορρόφησης των κονδυλίων) στα οποία υπάρχουν περιφέρειες που βρίσκονται πολύ πίσω σε σχέση με άλλες. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον χρειαστούν χρήματα, μια περιφέρεια μπορεί να ζητήσει από το κράτος επιπλέον κονδύλια. Πολλές φορές, το ΠΔΕ στο τέλος του χρόνου είναι διπλάσιο από το αρχικό, γεγονός που από τη μία σημαίνει αύξηση του κρατικού προϋπολογισμού και από την άλλη δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση των περιφερειών από το κεντρικό κράτος.
«Επίσης, τα έργα αυτά δεν υλοποιούνται απαραίτητα από τις ίδιες τις περιφέρειες, καθώς ως φορείς υλοποίησης μπορούν να ορίζονται και άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα όπως νοσοκομεία ή δήμοι», εξηγεί ο κ. Γαλανός, ωστόσο χρεώνονται ως κονδύλια στον προϋπολογισμό τους.
Σε σχέση με τις ανάγκες τα χρήματα είναι απειροελάχιστα, υπογραμμίζει ο κ. Γαλανός. «Ενδεικτικά, η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας έχει οδικό δίκτυο πάνω από 1.200 χιλιόμετρα. Το ποσό που λαμβάνει συνολικά κάθε χρόνο για όλα τα έργα, συμπεριλαμβανομένων των αντιπλημμυρικών, δεν μπορεί να καλύψει ούτε το 5% των αναγκών της. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στα αντιπλημμυρικά έργα οι άμεσες ενέργειες προληπτικού χαρακτήρα και οι συντηρήσεις αντιπλημμυρικών έργων γίνονται αποκλειστικά από εθνικούς πόρους γιατί δεν είναι επιλέξιμες δαπάνες για συγχρηματοδοτούμενα ευρωπαϊκά προγράμματα».
Επιπλέον, μεγάλο ποσοστό των χρημάτων που λαμβάνουν οι περιφέρειες είναι οι λεγόμενες μεταβιβαστικές πληρωμές, όπως π.χ. οι δαπάνες για τη μεταφορά μαθητών, το ύψος των οποίων είναι σημαντικό όπως φαίνεται και από τον πίνακα.
Χωρίς απολογισμό
Το τελικό ποσό που απομένει στις 13 περιφέρειες για την κάλυψη των δαπανών τους δεν ξεπερνά τα 600-700 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, με τα οποία χρειάζεται να πληρώσουν το προσωπικό τους και να καλύψουν τις λειτουργικές τους ανάγκες. Επίσης να καλύψουν ανάγκες όπως η κοινωνική στήριξη, η πολιτική προστασία, πολύ σημαντικές για τους πολίτες τους.
Τα καταφέρνουν; Κανείς δεν μπορεί να πει ποια περιφέρεια είναι περισσότερο αποδοτική και αξιοποιεί τους πόρους που έχει, εφόσον δεν υπάρχουν σχετικοί δείκτες. Η καθημερινότητα των πολιτών, όμως, αποτελεί αμείλικτο κριτήριο αξιολόγησης.
Η σύγκριση με την Ευρώπη στα έσοδα
Τα φορολογικά έσοδα της τοπικής αυτοδιοίκησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα, ανέρχονται στο 1,39% (έσοδα από δημοτικά τέλη, είσπραξη από κλήσεις και τέλη χρήσης δημόσιου χώρου) ενώ ο μέσος όρος φορολογικών εσόδων της τοπικής αυτοδιοίκησης ως ποσοστό του ΑΕΠ στις χώρες του ΟΟΣΑ, ανέρχεται στο 3,9% (σ.σ. οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε
πολλές άλλες χώρες λαμβάνουν χρηματοδότηση μέσω απευθείας φορολογικών εσόδων τα οποία «πηγαίνουν» στις τοπικές αρχές και όχι μέσω του κράτους).
Με βάση αυτά τα στοιχεία, η Ελλάδα κατατάσσεται στη 16η θέση από 22 χώρες, ως προς τη συμμετοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης στα φορολογικά έσοδα του κράτους, όσον αφορά τα κράτη με συγκεντρωτικά συστήματα διοικητικής οργάνωσης, χωρίς, δηλαδή, να περιλαμβάνονται σε αυτά οι χώρες με ομοσπονδιακά συστήματα. Ωστόσο, μια άλλη ειδική μελέτη του ΟΟΣΑ εκτιμά
πως τα φορολογικά έσοδα των άλλων, πέραν της κεντρικής κυβέρνησης, επιπέδων διοίκησης (περιφερειών, δήμων) ανέρχονται στην Ελλάδα στο 0,9% του ΑΕΠ της χώρας, με μέσο
όρο των 35 χωρών του ΟΟΣΑ 7% και μέσο όρο των 28 χωρών της Ε.Ε. 6,2%. Τα φορολογικά έσοδα που αφορούν αποκλειστικά την τοπική αυτοδιοίκηση των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ ανέρχονται στο
4% του ΑΕΠ.
Σε ορισμένες χώρες, τα ποσοστά είναι πολύ υψηλότερα, όπως π.χ. Σουηδία 15,76% του ΑΕΠ, Δανία 12,53%, Φινλανδία 10,45%, Ιταλία 7,02%, Γαλλία 6,03%, Λετονία 5,62%, Πολωνία 4,31%, Σλοβενία, 3,51%, Ισπανία, 3,32%, Γερμανία 3,08%, Πορτογαλία 2,53%, Ουγγαρία 2,28%, Βέλγιο 2,17%, Ηνωμένο Βασίλειο 1,60%, Ολλανδία 1,41%.