Οι κροκόδειλοι του Νείλου έχουν την ικανότητα να ακούνε το κλάμα των μωρών, σύμφωνα με σχετική έρευνα. Και ενώ ορισμένοι δεν το εκλαμβάνουν ως κραυγή βοηθείας, αλλά σαν κάλεσμα για φαγητό, άλλοι φαίνεται ότι επιδεικνύουν ένα είδος γονικού ενστίκτου.
Σύμφωνα με μια νέα μελέτη, οι κροκόδειλοι διερευνούν γρήγορα τα ουρλιαχτά ενός ανθρώπινου μωρού, επειδή οι ήχοι αγωνίας διεγείρουν μία πεινασμένη αντίδραση. Είναι ενδιαφέρον, όμως, ότι ορισμένοι θηλυκοί κροκόδειλοι μπορεί να ανταποκρίνονται, επειδή οι κραυγές απευθύνονται κατά κάποιο τρόπο στο μητρικό τους ένστικτο.
Η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Proceedings of the Royal Society B: Biological Sciences παρέχει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την καθολικότητα που έχουν αυτοί οι ήχοι, ώστε να μην γίνονται αντιληπτοί μόνο από το ανθρώπινο αυτί. Οι γονείς τείνουν να έχουν μια «σούπερ αίσθηση» όταν πρόκειται για τα μικρά τους. Κάτι σε αυτό το άναρθρο κάλεσμα επικοινωνεί την αγωνία τόσο ξεκάθαρα, που προκαλεί μια ενστικτώδη αντίδραση.
Χρησιμοποιώντας ηχογραφήσεις από τις κραυγές μωρών ανθρώπων, χιμπατζήδων και μπονόμπο, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι κροκόδειλοι του Νείλου όχι μόνο έδιναν προσοχή, αλλά και αντιδρούσαν αστραπιαία όταν άκουγαν τους ήχους.
«Απλώς αντιδρούν, περισσότερο επειδή πυροδοτήθηκε κάποια -πιθανώς- έμφυτη αντίδραση» λέει η Elodie F. Briefer, οικολόγος συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, η οποία δεν συμμετείχε στην έρευνα. «Αυτή μπορεί να είναι μια αντίδραση αρπακτικού απέναντι σε θήραμα που βρίσκεται σε κίνδυνο, ή μπορεί να είναι επειδή ο ήχος μοιάζει λίγο με αυτόν που κάνουν οι δικοί τους απόγονοι».
Οι κραυγές που συνέλλεξε η Julie Thevenet, του Πανεπιστημίου Claude Bernard της Λυών, και οι συνεργάτες της, επικοινωνούσαν διάφορα επίπεδα άγχους. Σημειώνεται πως μικρά μπονόμπο έχουν καταγραφεί σε πολλούς ευρωπαϊκούς ζωολογικούς κήπους, ενώ οι φωνές των χιμπατζήδων είχαν συλλεχθεί από το Εθνικό Πάρκο Kibale της Ουγκάντα.
Σε κάθε ηχογράφηση, τα βρέφη ζητούσαν από τις μητέρες τους για διάφορους λόγους, από το να ικετεύουν για προσοχή μέχρι να φωνάζουν λόγω κινδύνου. Οι φωνές των μωρών ανθρώπων αφορούσαν περιπτώσεις, όπως την απροθυμία να κάνουν μπάνιο ή τον φόβο ενός εμβολίου.
Η ομάδα ανέλυσε τις μαγνητοφωνήσεις και εντόπισε 18 διαφορετικές ακουστικές μεταβλητές, όπως τον τόνο, τον αριθμό και τη διάρκεια των συλλαβών, καθώς και χαοτικούς και αρμονικούς ήχους. Στη συνέχεια εγκατέστησαν ηχεία σε περιοχή όπου περιφέρονται ελεύθεροι περίπου 300 κροκόδειλοι του Νείλου.
Ορισμένοι αντέδρασαν γρήγορα και κινήθηκαν προς τα ηχεία, για να εξετάσουν τον ήχο. Άλλοι επιχείρησαν να τα δαγκώσουν, αλλά δεν εμφάνισαν όλα αρπακτική διάθεση. «Δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ορισμένα (ιδίως τα θηλυκά) ανταποκρίθηκαν σε ένα γενικό πλαίσιο γονικής φροντίδας» αναφέρεται στην έκθεση.
Με τη χρήση λογισμικού ανάλυσης των ακουστικών στοιχείων των ηχογραφήσεων, σε συνδυασμό με βίντεο των αντιδράσεων των κροκοδείλων, η ομάδα μπόρεσε να διερευνήσει ποιες ακριβώς πτυχές τούς προκάλεσαν αντιδράσεις. Ήταν, επίσης, σε θέση να συγκρίνουν τις αντιδράσεις των ερπετών, με τις αντιδράσεις μιας ομάδας ανθρώπων στις ίδιες φωνές.
Παραδόξως, στην περίπτωση των κραυγών των μπονόμπο, οι κροκόδειλοι ανέλυαν την αγωνία ενός βρέφους με μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ ό,τι οι άνθρωποι, παρόλο που είναι πολύ πιο απομακρυσμένοι συγγενείς.
Οι άνθρωποι, βασιζόμενοι στους υψηλούς τόνους του είδους, υπερεκτιμούσαν συστηματικά τα επίπεδα κινδύνου των μωρών μπονόμπο. Όσο υψηλότερος ήταν ο τόνος της κραυγής, τόσο περισσότερο οι άνθρωποι έκριναν λανθασμένα ότι βρίσκεται σε αγωνία.
Οι κροκόδειλοι, πάλι, έτειναν να μην επηρεάζονται από την ένταση και διέκριναν καλύτερα πότε υπήρχε ανάγκη επέμβασης.