Προειδοποιήσεις από τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας
Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΔΟΕ, IEA) ανακοίνωσε σήμερα πως οι μη υποχρεωτικές δεσμεύσεις, που ανακοινώθηκαν κατά την έναρξη της COP28 από περισσότερες από 100 χώρες και πετρελαϊκές εταιρείες, δεν θα επιφέρουν μέχρι το 2030 παρά μόνο το 30% της μείωσης των εκπομπών από την ενέργεια που είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί ουδετερότητα άνθρακα.
Ο ΔΟΕ ανέλυσε τον εν δυνάμει αντίκτυπο δύο εθελοντικών δεσμεύσεων που ανακοινώθηκαν με τυμπανοκρουσίες στις 2 Δεκεμβρίου 2030:
– αυτής 130 χωρών (αλλά όχι της Κίνας) να τριπλασιάσουν τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να βελτιώσουν την ενεργειακή απόδοση μέχρι το 2030
– ένα χάρτη που έχει υπογραφεί μέχρι τώρα από 52 εταιρείες πετρελαίου και αερίου, κυρίως για τη μείωση των διαρροών μεθανίου.
Ο οργανισμός εκτιμούσε πριν απ’ αυτή την COP28 πως οι εκπομπές που συνδέονται με την ενέργεια θα ήταν το 2030 της τάξης των 38 δισεκ. τόνων αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Οι εθελοντικές δεσμεύσεις σχετικά μ’ αυτές, αν εφαρμοσθούν πλήρως, θα μειώσουν αυτές τις εκπομές κατά 4 δισεκ. τόνους, δηλαδή μόνο το 30% αυτού που θα χρειαζόταν να επιτευχθεί μέχρι το 2030 στο δρόμο για την επίτευξη ουδετερότητας άνθρακα το 2050.
«Αν και οι δεσμεύσεις είναι ένας θετικός σταθμός για να επιτεθουμε στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου του ενεργειακού τομέα, απέχουν πολύ από το να επαρκούν για να καταστεί δυνατό να τηρηθούν οι διεθνείς κλιματικοί στόχοι, ιδιαίτερα ο στόχος να περιοριστεί η άνοδος της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου» πάνω από τα επίπεδα της προβιομηχανικής εποχής, γράφει ο ΔΟΕ στην ανάλυσή του, η οποία δημοσιοποιήθηκε δύο ημέρες πριν από το τέλος της COP28.
Εξάλλου ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες κάλεσε τους ηγέτες που συμμετέχουν στην COP28 να συμφωνήσουν σε βαθιές περικοπές των εκπομπών για να εμποδίσουν τη θερμοκρασία να ανέβει περισσότερο από 1,5 βαθμό Κελσίου.
Ο Γκουτέρες, μιλώντας στο Φόρουμ της Ντόχα, δήλωσε ότι, παρά τις υποσχέσεις, οι εκπομπές βρίσκονται σε ύψη ρεκόρ και τα ορυκτά καύσιμα είναι η κύρια αιτία γι’ αυτό.