O Richard Thompson, ο βιολόγος που εντόπισε για πρώτη φορά τα μικροπλαστικά πριν από 30 χρόνια, εξηγεί γιατί ο καθαρισμός των ωκεανών και τα βιοδιασπώμενα υλικά δεν θα λύσουν την παγκόσμια κρίση
Τον Σεπτέμβριο του 1993, κατά τη διάρκεια ενός καθαρισμού της παραλίας στη Νήσο Μαν, ο Richard Thompson παρατήρησε χιλιάδες πολύχρωμα θραύσματα στα πόδια του, που έμοιαζαν με άμμο. Ενώ οι συνάδελφοί του γέμιζαν σάκους με συσκευασίες από πατατάκια, δίχτυα, πλαστικές σακούλες και μπουκάλια, ο Thompson έμεινε καθηλωμένος από τα θραύσματα αυτά.
Ήταν τόσο μικροσκοπικά που δεν ταίριαζαν σε καμία κατηγορία στο λογιστικό φύλλο όπου οι εθελοντές κατέγραφαν τα ευρήματά τους. «Ωστόσο, ήταν αρκετά σαφές για μένα ότι τα συγκεκριμένα θραύσματα βρίσκονταν σε άφθονο απόθεμα στην παραλία», λέει ο Thompson.
Τα επόμενα 10 χρόνια, αφού ολοκλήρωσε το διδακτορικό του και συνέχισε να διδάσκει θαλάσσια βιολογία στα πανεπιστήμια του Νιούκαστλ, του Σαουθάμπτον και του Πλίμουθ, ο καθηγητής Thompson περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του κάνοντας βόλτες στην παραλία, επιστρατεύοντας συχνά φοιτητές για να τον βοηθήσουν να συγκεντρώσει δεκάδες δείγματα άμμου.
Επιστρέφοντας στο εργαστήριο, επιβεβαίωναν αυτό που ο Thompson είχε αρχικά υποψιαστεί: τα σωματίδια αυτά ήταν όλα κομμάτια πλαστικού, όχι μεγαλύτερα από κόκκο άμμου, και πανταχού παρόντα κατά μήκος της ακτογραμμής του Ηνωμένου Βασιλείου. Επρόκειτο για ένα νέος είδος ρύπανσης, σε μια εντελώς νέα κλίμακα.
«Άρχισα να σπουδάζω θαλάσσια βιολογία για να μελετήσω θαλάσσιες χελώνες, δελφίνια και κοραλλιογενείς υφάλους», δηλώνει. Αντ’ αυτού, αυτά τα μικροσκοπικά σωματίδια έγιναν η κύρια γοητεία του.
Σε μια σύντομη μελέτη το 2004, την οποία συνέγραψε μαζί με την καθηγήτρια Andrea Russell στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, ο Thompson περιέγραψε για πρώτη φορά τα σωματίδια ως «μικροπλαστικά». Υπέθεσε ότι καθώς το πλαστικό εισέρχεται στη θάλασσα, κατακερματίζεται σιγά σιγά σε μικρότερα κομμάτια που εξαπλώνονται ακόμη πιο μακριά και διαθέτουν τεράστια αντοχή.
Η μελέτη μεταδόθηκε αμέσως από δίκτυα στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ευρώπη και την Ασία. «Λίγο μετά τη δημοσίευσή της, η μελέτη συζητήθηκε στο καναδικό κοινοβούλιο», δηλώνει η Russell, τα πειράματα της οποίας επιβεβαίωσαν τους αρχικούς ισχυρισμούς του Thompson.
Πλέον, οι ερευνητές εξετάζουν ακόμα πιο μικροσκοπικά θραύσματα που ονομάζονται νανοπλαστικά και λόγω του μεγέθους τους έχουν την ικανότητα να διεισδύουν στο αίμα, τη μήτρα ακόμη και το μητρικό γάλα. Σε ορισμένα μέρη του κόσμου, οι άνθρωποι καταναλώνουν με αυτόν τον τρόπο πλαστικό που σε ποσότητα και μέγεθος αντιστοιχεί σε μία πιστωτική κάρτα: με λίγα λόγια σύμφωνα με τη μελέτη αφομοιώνουμε μία πιστωτική κάρτα την εβδομάδα..!
Όσο για τον Thompson , θα ονομαζόταν στη συνέχεια «νονός των μικροπλαστικών» από έναν Βρετανό πολιτικό, θα ίδρυε τη Διεθνή Μονάδα Έρευνας Θαλάσσιων Απορριμμάτων στο Πλίμουθ και θα γινόταν τακτικός προσκεκλημένος στη Βουλή των Κοινοτήτων για να συζητήσει τους κινδύνους της θαλάσσιας ρύπανσης.
Το πλαστικό εφευρέθηκε ως βιώσιμη εναλλακτική λύση για το ελεφαντόδοντο, και στη συνέχεια έγινε απαραίτητο σε τομείς όπως η μηχανική και η ιατρική. Η ιδιότητα του υλικού που το έκανε τόσο δημοφιλές ήταν η αντοχή του.
Όμως, η ανθεκτικότητα του υλικού είναι αυτή που δημιουργεί προβλήματα στο φυσικό περιβάλλον (και στον άνθρωπο). Η υπόθεση του Thompson ήταν σωστή: τα μικροπλαστικά προκύπτουν από τη μακροχρόνια διάσπαση μεγαλύτερων αντικειμένων και θα παραμείνουν για δεκαετίες στο φυσικό περιβάλλον χάρη στην εγγενή ανθεκτικότητα του υλικού, ενώ παράλληλα απορροφούν βλαβερές τοξίνες που καταλήγουν στα σώματα των θαλάσσιων ζώων.
Το πρόβλημα ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950, όταν οι φιλοδοξίες της βιομηχανίας στράφηκαν στις συσκευασίες μιας χρήσης, οι οποίες σήμερα αντιπροσωπεύουν το 40% των περισσότερων από 400 εκατ. τόνων πλαστικού που παράγονται κάθε χρόνο – τουλάχιστον 8 εκατ. τόνοι από τους οποίους καταλήγουν στον ωκεανό. Εν τω μεταξύ, η παραγωγή αυξάνεται συνεχώς.
Η συνθήκη του ΟΗΕ για τα πλαστικά θα μπορούσε να ανακόψει αυτή τη ροή, σημειώνει. Πολλά εξαρτώνται από το πεδίο εφαρμογής της συνθήκης, από ζητήματα όπως το αν θα πρέπει να απαγορευτούν ορισμένοι τύποι πλαστικών ή να ρυθμιστεί η σειρά των 13.000 χημικών ουσιών που περιέχονται στις συσκευασίες.
Σύμφωνα με τον Thompson, ορισμένες από τις υποτιθέμενες λύσεις που προτείνονται για την αντιμετώπιση του προβλήματος, όπως η χρήση βιοδιασπώμενου πλαστικού και οι συνεχόμενοι καθαρισμοί των ακτών, δεν είναι αρκετές. Υποστηρίζει ότι εάν δεν εστιάσουμε στην πηγή του προβλήματος άμεσα, τότε η ρύπανση των ωκεανών από μικροπλαστικά θα επιδεινωθεί.
Παρόλο που ο ίδιος είναι ένθερμος υποστηρικτής των καθαρισμών των ακτών, δηλώνει ότι είναι «αφελές να περιμένουμε ότι οι καθαρισμοί μπορούν να αποτελέσουν μια συστημική λύση» για την τεράστια απειλή που συνιστούν τα μικροπλαστικά.
Μπορεί η χρήση βιοδιασπώμενου πλαστικού να προσφέρει μερική βελτίωση σε σχέση με το αποτύπωμα ορυκτών καυσίμων του συμβατικού πλαστικού, όμως ακόμα και αυτά δεν διασπώνται τελείως στην φύση. Ο Thompson το συνειδητοποίησε αυτό για πρώτη φορά όταν, στις αρχές της ερευνητικής του καριέρας, μια τράτα ανέσυρε μια σακούλα από τον πυθμένα της Βόρειας Θάλασσας. Στο πλάι της ήταν τυπωμένη η ένδειξη «βιοδιασπώμενη».
Είναι πλέον γνωστό ότι πολλά βιοδιασπώμενα χρειάζονται ελεγχόμενες βιομηχανικές συνθήκες για να διασπαστούν πλήρως και μπορεί να χρειαστούν χρόνια για να εξαφανιστούν στο έδαφος και τη θάλασσα.
Το πρόβλημα, σύμφωνα με τον Thompson, ξεκινά στη στεριά και όχι στην θάλασσα και κυρίως στη φιλοσοφία που έχουμε χτίσει γύρω από το πλαστικό. Μια φιλοσοφία που θα μπορούσε να συνοψιστεί στη φράση «παράγω, καταναλώνω, πετάω». Συνομιλώντας με βιομηχανικούς σχεδιαστές, ο Thompson υπογραμμίζει ότι το ζητούμενο κατά την σχεδίαση προϊόντων και συσκευασιών φαίνεται να είναι ακόμα η ελκυστικότητα και όχι η βιωσιμότητα του αποτελέσματος.
Επιπλέον, μόλις το 10% του πλαστικού ανακυκλώνεται παγκοσμίως, ένα εντυπωσιακά χαμηλό ποσοστό που οφείλεται εν μέρει στις χιλιάδες χημικές ουσίες που προσδίδουν στο υλικό τις ποικίλες ποιότητες του, τα χρώματα και τις μορφές του και καθιστούν σχεδόν αδύνατη την επαναχρησιμοποίησή του.