Τα πρώτα «προεκλογικά» γκάλοπ και πώς αναλύουν τα δεδομένα τα κομματικά επιτελεία
Με τις δημοσκοπήσεις να παίρνουν «φωτιά» για να καταγράψουν τις τάσεις σε αυτή την πρώτη φάση της προεκλογικής περιόδου, τα επιτελεία των κομμάτων και οι πολιτικοί αναλυτές αρχίζουν να κάνουν τους βασικούς υπολογισμούς των πιθανών συσχετισμών και να μελετούν κάθε δυνατό ενδεχόμενο, που θα προκύψει από τις κάλπες της 21ης Μαΐου.
Το ιδιαίτερο στοιχείο είναι ασφαλώς ότι οι εκλογές αυτές θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής, όπερ σημαίνει ότι απαιτείται το 50%+1 επί του εκλογικού ποσοστού, που θα μπει στη Βουλή. Εάν, για παράδειγμα, τα κόμματα που θα περάσουν το κατώφλι του 3% και εκπροσωπηθούν στο κοινοβούλιο, φτάνουν αθροιστικά σε ποσοστό 90%, τότε για να προκύψει κοινοβουλευτική πλειοψηφία 151 βουλευτών, απαιτείται συνεργασία κομμάτων, που θα ξεπερνούν το 45%, έστω και λίγο. Άρα στις πρώτες αυτές εκλογές μιλάμε μόνο για κυβερνήσεις συνεργασίας, καθώς τα δημοσκοπικά δεδομένα δεν δίνουν καμία πιθανότητα να φτάσει ένα κόμμα σε τέτοια επίδοση.
Για τη ΝΔ ο κύριος αν όχι και ο μοναδικός στόχος που θα κυριαρχεί στην προεκλογική της ρητορική θα είναι η κατάκτηση της αυτοδυναμίας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης το έχει ξεκαθαρίσει εδώ και πολύ καιρό, θέτοντας άλλωστε στον ορίζοντα την ανάγκη μίας ακόμα εκλογική αναμέτρησης με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής – έχει μιλήσει για αρχές Ιουλίου.
Με πιο πρόσφατες δηλώσεις του, έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο να συζητήσει για συνεργασία μετά τις 21 Μαΐου, αλλά όχι ως προτεραιότητα.
Μόνο, που για να υποστηρίξει ότι η χώρα πρέπει να πάει σε δεύτερες εκλογές, από τις οποίες θα προκύψει αυτοδυναμία και να είναι πειστικός και ρεαλιστικός σε αυτό, καθώς ο συγκεκριμένος στόχος απαιτεί με την ενισχυμένη αναλογική ένα 38% περίπου, πρέπει η ΝΔ να ξεπεράσει καθαρά το 33% ή και 34%. Διαφορετικά, δεν θα φαίνεται βάσιμη μία τέτοια διακήρυξη, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό πολιτικά, καθώς μπορεί να ανοίξει συζήτηση ακόμα και για τρίτη εκλογική αναμέτρηση – έως ότου δηλαδή επιτευχθεί η αυτοδυναμία.
Από την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ έχει θέσει ως στόχο την πρωτιά στις εκλογές, που θα του δώσει κυβερνητικό αέρα, αλλά έχει μιλήσει έτσι κι αλλιώς για κυβέρνηση συνεργασίας των προοδευτικών δυνάμεων.
Βέβαια, εάν αναδειχθεί πρώτο κόμμα στις 21 Μαίου και δεν προκύψουν συνεργασίες, θα έχει σαφώς και την επιλογή των δεύτερων εκλογών, όπου θα πάει με τον αέρα του νικητή.
Στο βασικό σενάριο πάντως, είτε πρώτος, είτε δεύτερος σε αυτές τις εκλογές, θα επιδιώξει συνεργασία με ΠΑΣΟΚ σίγουρα και είναι ένα ερώτημα τι θα γίνει με το ΜΕΡΑ25 του Γιάνη Βρουφάκη. Ανάλογα πώς θα είναι διαμορφωμένοι οι συσχετισμοί. Η πρόταση θα είναι πάντως για συγκρότηση μίας κυβέρνησης με συγκεκριμένο πρόγραμμα, που θα ικανοποιεί και το ΠΑΣΟΚ και το ΜΕΡΑ25, άρα θα περιλαμβάνονται κάποιες πολύ στοχευμένες πολιτικές (κόκκινα δάνεια, επαναφορά απλής αναλογικής, διερεύνηση του σκανδάλου των υποκλοπών, μέτρα για την ακρίβεια, τον βασικό μισθό κλπ) και πάντως με ορισμένο πολιτικό ορίζοντα.
Έτσι θα ζητηθεί, είτε η συμμετοχή του ΜΕΡΑ25, είτε η ανοχή του σε μία κυβέρνηση μειοψηφία – αυτό θα προταθεί/ζητηθεί πιθανόν και από το ΚΚΕ, ώστε να περάσουν κάποια «φιλολαϊκά» μέτρα.
Για να έχει κάποια τύχη αυτό το σενάριο, φαίνεται αναγκαίο να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ άνω του 30%, το ΠΑΣΟΚ να διαθέτει «άνετο» διψήφιο ποσοστό (τουλάχιστον 12%) και ο κ. Βαρουφάκης να κινείται άνω του 4%.
Σημαντικό στοιχείο για το μετεκλογικό πεδίο θα διαδραματίσει η υπόθεση Κασιδιάρη και το εάν θα επιτραπεί να συμμετέχει στην αναμέτρηση κάποιο κόμμα, μέσα από το οποίο θα εκφραστούν οι οπαδοί του. Η παρουσία ενός τέτοιου κόμματος στις κάλπες και η πιθανή του είσοδο στη Βουλή, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, θα αυξήσει τον πήχη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και θα καταστήσει πιο δύσκολη τη συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας στις πρώτες εκλογές, αλλά και αυτοδύναμης κυβέρνησης σε δεύτερες εκλογές με ενισχυμένη αναλογική.