Ο πάπυρος χρονολογείται ευρέως στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ.
Μια νέα μελέτη ενός ελληνικού πάπυρου φέρνει στο φως πολύτιμα στοιχεία για τους εμπορικούς δρόμους που συνέδεαν τη Μεσόγειο με το χαμένο αρχαίο λιμάνι Μουζίρις της Ινδίας.
Οι επιστήμονες έδωσαν στον πάπυρο το όνομα του θρυλικού ινδικού λιμανιού και φυλάσσεται σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας, στη Βιέννη. «Αυτός ο μοναδικός πάπυρος που χρονολογείται ευρέως στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ.» ανέφερε ο καθηγητής του ΕΚΠΑ Αμφιλόχιος Παπαθωμάς και πρόσθεσε πως «μας παρέχει πολύτιμη μαρτυρία για το εμπόριο μεταξύ Ινδίας και ελληνορωμαϊκής Αιγύπτου – κι από εκεί για το εμπόριο της Ινδίας με τον υπόλοιπο μεσογειακό κόσμο- κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο».
«Υπάρχουν δύο διαφορετικά κείμενα γραμμένα στην πρόσθια (recto) και στην οπίσθια όψη του παπύρου (verso) αντίστοιχα, ένα συμβόλαιο κι ένας κατάλογος εμπορευμάτων που εισάγονται από την Ινδία στην Αίγυπτο. Το τοπωνύμιο Μουζίρις εμφανίζεται εδώ για πρώτη και μοναδική φορά σε ελληνορωμαϊκούς παπύρους» συμπλήρωσε επίσης ο Αμφιλόχιος Παπαθωμάς.
Την ίδια ώρα, είναι εξίσου σημαντικά τα συμπεράσματα της μελέτης τα οποία καταδεικνύουν τον τρόπο των πληρωμών, των συμβολαίων, της φορολόγησης, των εμπορικών συναλλαγών και των ασφαλιστικών ρητρών που ίσχυαν στην ακμή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας για τα πολύτιμα εμπορεύματα που μεταφέρονται από το πλούσιο λιμάνι της Ινδίας στην Αλεξάνδρεια και αντιστρόφως.
Τα πρώτα συμπέρασμα από τη μελέτη του πάπυρου
Από την πρώτη μελέτη που έγινε στο ελληνικό κείμενο του πάπυρου, οι μελετητές αποφάνθηκαν πως αφορά μία σύμβαση για ένα ναυτιλιακό δάνειο, η οποία είχε συναφθεί στο ινδικό λιμάνι, μεταξύ ενός εφοπλιστή κι ενός εμπόρου. Μια τέτοια άποψη όμως, αποδεικνύεται τελικά μάλλον λανθασμένη καθώς αφορά πολλά περισσότερα και μάλιστα φαίνεται ότι ακολουθεί κοινές μεσογειακές πρακτικές γύρω από δάνεια-αγαθά-ενέχυρα-ασφάλειες όπως ακριβώς τις χρησιμοποιούσαν οι έμποροι αιώνες νωρίτερα στην κλασσική Αθήνα.
Οι νεότερες μελέτες έχουν καταλήξει ότι το συμβόλαιο δεν συντάχθηκε στο ινδικό λιμάνι αλλά σε έναν από τους σταθμούς του εμπορικού δρόμου της Ερυθράς Θάλασσας (πιθανόν στο λιμάνι της Βερενίκης). Σ’ αυτό συνετέλεσε και η σωστή ερμηνεία του κειμένου που προσδιόρισε ότι αυτός που μιλάει στον πάπυρο προσπαθεί να διασφαλίσει τη χρηματοδότησή του για το ταξίδι της επιστροφής στην Ινδία αλλά και ο τρόπος πληρωμής για τους καμηλέρηδες που θα μετέφεραν τα εμπορεύματα στην ενδοχώρα και μέχρι την φόρτωσή τους στο ποτάμι (τον Νείλο) και στο ποταμόπλοιο που θα τα μετέφερε κατόπιν στην Αλεξάνδρεια.
Στη σύμβαση του παπύρου διαφαίνεται ο πλούτος του λιμανιού, αφού καταγράφει την αποστολή ελεφαντόδοντου(167 χαυλιόδοντες και θραύσματα ), υφάσματος και νάρδου βάρους 3,5 τόνων και αξίας (μετά από μικρή έκπτωση φόρου !) 1154 ταλάντων και 2852 δραχμών (σχεδόν 7 εκατομμυρίων σηστερτίων).
Ο πάπυρος της Μουζίρεως και οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Σύμφωνα με τον καθηγητή του ΕΚΠΑ, «ο Πάπυρος της Μουζίρεως ολοκληρώνει μια εικόνα εμπορικών δραστηριοτήτων στην Ερυθρά Θάλασσα, στον Περσικό Κόλπο και στον ευρύτερο Ινδικό Ωκεανό που λαμβάνουν χώρα ήδη από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Από την εποχή των πολιτισμών των Σουμέριων και των Χαράππα, αυτές οι περιοχές διευκόλυναν την επαφή μεταξύ των κοινωνιών της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής αφενός και των ανατολικότερων και νοτιότερων περιοχών της Ασίας στον Ινδικό Ωκεανό αφετέρου».
Μετά τον Μέγα Αλέξανδρο οι διάδοχοί του κράτησαν ανοιχτούς τους εμπορικούς δρόμους προς την Ινδία. Ο καθηγητής αναφέρει πως «οι αυτοκρατορίες των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων, ίδρυσαν αποικία στον Ίκαρο, στο σημερινό νησί Failaka του Κουβέιτ, και ανέπτυξαν εμπορικές επαφές με τους Γερραχαίους Άραβες, που ζούσαν στην ανατολική αραβική χερσόνησο αντίστοιχα. Οι Πτολεμαίοι δημιούργησαν επίσης σταθμούς στην ανατολική έρημο της Αιγύπτου και λιμάνια στην ακτή της Ερυθράς Θάλασσας. Η χρήση της Ερυθράς Θάλασσας για εμπορικούς σκοπούς συνεχίστηκε, όπως μαρτυρείται από πολλούς σταθμούς που ιδρύθηκαν για να επιβλέπουν μια τέτοια δραστηριότητα κατά τον όψιμο δεύτερο και πρώτο αιώνα π.Χ.». Στα τέλη του 2ου αι. π.Χ., οι Έλληνες, σημειώνει ο καθηγητής, έμαθαν να χρησιμοποιούν τους ανέμους των μουσώνων για να πλέουν στην ανοιχτή θάλασσα προς την Ινδία. Ο νοτιοδυτικός μουσώνας επέτρεψε στους εμπόρους που ταξίδευαν από τα λιμάνια της Ερυθράς Θάλασσας να αναχωρήσουν τον Ιούλιο και να φτάσουν στις ινδικές ακτές γύρω στο δεύτερο μισό του Σεπτεμβρίου και στη συνέχεια, με τους βορειοανατολικούς μουσώνες, να ξεκινήσουν το ταξίδι της επιστροφής γύρω στα τέλη Δεκεμβρίου και αρχές Ιανουαρίου.
Ποιο ήταν το λιμάνι Μουζίρις που αναφέρεται στον πάπυρο
Το λιμάνι Μουζίρις βρισκόταν στη νοτιοδυτική Ινδία (σημερινό Πατανάμ) το οποίο ήταν σχετικά κοντά στη Νέλκυντα (αρχαία ελληνικά Νέλκυδα). Τόπος και τοπωνύμιο ήταν ήδη γνωστά από ελληνικές και λατινικές λογοτεχνικές πηγές όπως από τον Περίπλου της Ερυθράς Θάλασσας, από τη Γεωγραφία του Κλαύδιου Πτολεμαίου και από τη Φυσική Ιστορία του Πλινίου. Η Μουζίρις εμφανίζεται και στη λεγόμενη Tabula Peutingeriana, ένα περγαμηνό αντίγραφο του 13ου αιώνα ενός χάρτη της ρωμαϊκής περιόδου, το οποίο επίσης φυλάσσεται στη Βιέννη, ανέφερε ο καθηγητής του ΕΚΠΑ.
Η αρχαιολογική έρευνα στην Ινδία έχει μελετήσει αρκετές παραθαλάσσιες περιοχές προκειμένου να δώσει μια απάντηση στο μυστήριο για το πού ακριβώς βρισκόταν το πλούσιο λιμάνι που άκμασε για πολλούς αιώνες και «σβήστηκε» απότομα από τους χάρτες γύρω στον 14ο αι. μ.Χ. Μια περιοχή πάντως στη νότια Κεράλα που ανασκάπτεται έχει συγκεντρώσει τελευταία τις μεγαλύτερες πιθανότητες να «κρύβει» την θέση αυτού του ιδιαιτέρως σημαντικού αρχαίου λιμανιού της Ινδίας.
Σύμφωνα με ινδικά ποιήματα κι άλλες πηγές επρόκειτο για ένα λιμάνι της αφθονίας και του πλούτου όπου κατέφθαναν φορτωμένα τα πλοία των δυτικών με χρυσό, κρασί, ελαιόλαδο και πανέμορφα αγγεία κι αναχωρούσαν φορτωμένα με πιπέρι κι άλλα μπαχαρικά, ελεφαντόδοντο, μαργαριτάρια και κυρίως ημιπολύτιμους λίθους που αφθονούσαν σε αυτό αλλά και με μετάξι, την αρωματική ρίζα νάρδο και προϊόντα από τις περιοχές των ανατολικών Ιμαλαίων.