Η πόλη του Βόλου διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομία της χώρας, τόσο πριν τον Μεσοπόλεμο όσο και μετέπειτα, και αξιοποιώντας το λιμάνι και τον θεσσαλικό σιδηρόδρομο για την προώθηση των μεταποιητικών προϊόντων, με πιο γνωστά τον καπνό και τη μεταποίησή του, χιλιάδες άνθρωποι έβρισκαν δουλειά στα καπνομάγαζα και στις καπναποθήκες, με μεγαλύτερο εργοδότη της περιόδου εκείνης τους αδελφούς Ματσάγγου, που κατόρθωσαν να γίνουν οι πρώτοι σε παραγωγοί τσιγάρων στη χώρα.
Η καπνοβιομηχανία Ματσάγγου είναι ιστορική καπνοβιομηχανία, ιδρύθηκε το 1890 και συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 1972. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ήταν η μεγαλύτερη καπνοβιομηχανία της Ελλάδας από πλευράς παραγωγής. Τα κτίρια της βιομηχανίας στο κέντρο του Βόλου σήμερα στεγάζουν πανεπιστημιακά τμήματα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Το 1930 η παραγωγή έφτανε τσιγάρων ήταν 60.000 προϊόντα τον μήνα, η οποία εκτοξεύτηκε στα 160.000 κιλά λίγο πριν από την κήρυξη του πολέμου. Στην Κατοχή, παρά τις ζημιές από τους βομβαρδισμούς, συνέχισε την παραγωγή και το 1948 ήταν η μεγαλύτερη καπνοβιομηχανία της χώρας, με 1.850 εργαζόμενους, κυρίως γυναίκες. Η αντίστροφη μέτρηση όμως είχε ήδη ξεκινήσει με τον θάνατο των δύο αδελφών και οι σεισμοί του 1955 έδωσαν τη χαριστική βολή στην επιχείρηση.
Μια αξιομνημόνευτη ιστορία που καταγράφτηκε στον 20ο αιώνα για την χρήση και την επανάχρηση του συγκροτήματος Ματσάγγου, μια αξιοπρόσεκτη ιστορία, δρούσα στον 21ο αιώνα, με πρωταγωνιστή το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και το Τμήμα Οικονομικών του Σπουδών, που στεγάζεται στα 13.500τ.μ , που βρίσκονται στην καρδιά της πόλης, ως μια ολοζώντανη κυψέλη γνώσης, στηρίζοντας και με αυτή τη λειτουργία τον οικονομικό πνεύμονα της ευρύτερης περιοχής.
Ο Κώστας Αδαμάκης, καθηγητής Αρχιτεκτονικής, ήταν ο πρωτεργάτης της μετεξέλιξης του συγκροτήματος Ματσάγγου και με τον οποίο μιλήσαμε για την ιστορία και την εξέλιξη. Ο Βόλος, όπως είπε ο κ. Αδαμάκης, έχει καταφέρει από τα 40 βιομηχανικά κτίσματα- συγκροτήματα να διασώσει τα 27, μια αναλογία, διόλου αμελητέα.Το συγκρότημα της καπνοβιομηχανίας Ματσάγγου βρίσκεται στο κέντρο της πόλης του Βόλου, καταλαμβάνοντας δύο οικοδομικά τετράγωνα. Αποτελείται από πέντε κτίρια, κτισμένα από το 1920 έως το 1936,σε διαφορετικές χρονικές περιόδους με αποτέλεσμα το διαφορετικό αρχιτεκτονικό ύφος του καθενός. Είναι ιδιοκτησία του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και χαρακτηρισμένο διατηρητέο μνημείο. Η μελέτη αφορά στην αποκατάσταση και μετατροπή του Ε’ κτιρίου του συγκροτήματος, για τη στέγαση του Οικονομικού Τμήματος. Το κτίριο αποτελεί τη μεγαλύτερη επέκταση του εργοστασίου, την περίοδο του μεσοπολέμου. Πρόκειται για αντιπροσωπευτικό δείγμα της αρχιτεκτονικής του μοντέρνου κινήματος. Λιτές όψεις με μεγάλα οριζόντια ανοίγματα, συνδύαζαν τις απαιτήσεις της σειράς παραγωγής με τις επιταγές των αρχιτεκτονικών τάσεων της εποχής.
Η αρχιτεκτονική πρόταση στηρίζεται στη γενική φιλοσοφία περί ήπιων επεμβάσεων σε ιστορικά κτίρια. Οι βασικές διατηρητέες όψεις του κτιρίου αποκαθίστανται στην αρχική τους μορφή. Στον ακάλυπτο χώρο, δημιουργείται μία δεύτερη όψη από μεταλλική κατασκευή σε απόσταση 1,60μ. από το κτίριο με διπλό ρόλο. Αφενός, ενσωματώνει τα κλιμακοστάσια πυρασφάλειας του κτιρίου και αφετέρου λειτουργεί ως φίλτρο ηλιοπροστασίας προς τον δυσμενή δυτικό προσανατολισμό. Τα εσωτερικά διαχωριστικά των χώρων, παραμένουν χαμηλά επιτρέποντας την οπτική συνέχεια, στοιχείο που χαρακτηρίζει την ενιαία οργάνωση στο εσωτερικό του εργοστασίου. Η στοά Ματσάγγου και η οδός Μακεδονομάχων πεζοδρομούνται και αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για την λειτουργία του συγκροτήματος. Τρία εσωτερικά αίθρια, διαπερνούν κατά την έννοια του ύψους το κτίριο, δίνοντας την δυνατότητα φυσικού φωτισμού και αερισμού των εσωτερικών δημόσιων χώρων του κτιρίου. Η βιοκλιματική λογική διαπερνά το κτίριο από την αρχική αρχιτεκτονική σύλληψη έως την τελική κατασκευαστική και οικοδομική αντιμετώπιση. Συστήματα εξοικονόμησης ενέργειας (B.M.S.), διαμπερής αερισμός και φωτισμός, θωράκιση μέσω επιλεγμένων μονώσεων του κελύφους, συλλογή όμβριων, φύτευσης κλπ. μειώνουν αισθητά το κόστος λειτουργίας του κτιρίου.